- μορμολύκειο
- το1. τρομαχτικό τέρας, σκιάχτρο, μπαμπούλας.2. μτφ., άσχημος και βρομερός γέροντας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μορμολύκειο — το (ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῑον) [μορμολύκη] προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας νεοελλ. (κατ επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να … Dictionary of Greek
μορμολυκία — και μορμολυκεία, ἡ (Α) [μορμολύττομαι]. μορμολύκειο … Dictionary of Greek
μορμολύκη — η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα) νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας carabidae αρχ. μορμολύκειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. μορμολύττομαι] … Dictionary of Greek